9 Μαρ 2010

Μια σημαντική ομιλία

Ομιλία του ΓΑΠ στο ινστυτούτο Brookings των Δημοκρατικών





Κυρίες και κύριοι, μέλη του Διπλωματικού Σώματος,

Είναι μεγάλη τιμή για μένα που βρίσκομαι πάλι σ’ αυτό το σημαντικό Ίδρυμα.

Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι κοντά σας, που βλέπω τον Πωλ Σαρμπάνη, παλιό και καλό φίλο από πολλά χρόνια, με τον οποίο έχω συνεργαστεί. Η συμβολή του στις Ηνωμένες Πολιτείες φυσικά, αλλά και στις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις, υπήρξε πάντα υψίστης σημασίας.

Είμαι επίσης πολύ ευτυχής, που συντονιστής μας είναι ο Κεμάλ Ντερβίς.

Κυρίες και κύριοι, σε λίγες μέρες, συμπληρώνονται 53 χρόνια από τότε που, στις 12 Μαρτίου του 1947, ο Πρόεδρος Τρούμαν, μίλησε σε ειδική μεικτή σύνοδο του Κογκρέσου.

Σκοπός του ήταν να προειδοποιήσει την Αμερική, για μια νέα κρίση που διαγραφόταν στον ορίζοντα. Μια κρίση, που στρεφόταν εν μέρει γύρω από την Ελλάδα, αλλά ουσιαστικά ήταν ευρωπαϊκή. Μια κρίση, που επηρέαζε άμεσα τα αμερικανικά συμφέροντα.

Σε αυτή την ομιλία, ο Πρόεδρος Τρούμαν παρουσίασε ένα όραμα και έθεσε τα γερά θεμέλια πολιτικών και θεσμών – όπως το Σχέδιο Μάρσαλ και τις ρυθμίσεις του Μπρέτον Γουντς – που επέτρεψαν στις δύο ηπείρους μας να ξεπεράσουν την κρίση και να εγκαινιάσουν μια μοναδική περίοδο κοινής ειρήνης και ευημερίας.

Σήμερα, βρίσκομαι στη Ουάσιγκτον, για να σας μιλήσω για μια άλλη κρίση στην Ευρώπη. Και αυτή η κρίση στρέφεται εν μέρει γύρω από την Ελλάδα. Και αυτή η κρίση αγγίζει επίσης, σε μεγάλο βαθμό, τα αμερικανικά συμφέροντα.

Και αν είμαστε αρκετά προνοητικοί, όπως το 1947, θα αντιληφθούμε πιστεύω ότι η κρίση αυτή προσφέρει ευκαιρίες για να ενισχύσουμε τις χώρες μας και τα κοινά μας συμφέροντα για δεκαετίες.

Τι είναι αυτή η κρίση; Θα την αποκαλούσα κρίση στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Ενώ απολαμβάναμε το θρίαμβο που συμβόλιζε για τη Δύση το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, λησμονήσαμε τρία σημαντικά πράγματα.

Πρώτον, ότι τα παγκόσμια προβλήματα δεν είχαν τελειώσει. Όχι, η ιστορία δεν είχε τελειώσει. Ξέσπασαν νέοι πόλεμοι, δημιουργήθηκαν νέα προβλήματα και νέες επιπλοκές από την παγκοσμιοποίηση.

Δεύτερον, υποτιμήσαμε το δογματισμό μας. Ενώ εκείνοι που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος υπάκουαν στον αφέντη, που ήταν η διευθυνόμενη από το κράτος οικονομία, εμείς δημιουργήσαμε το δικό μας αφέντη, την ελεύθερη αγορά. Ο αφέντης και οι αφέντες δεν πρέπει να διαφθείρονται. Κυβερνούν. Πέραν αυτού, σε μια Δημοκρατία, αφέντης μας είναι ο λαός. Τόσο το κράτος, όσο και η αγορά, πρέπει να τον υπηρετούν.

Τρίτον, αμελήσαμε τη διατλαντική μας σχέση. Είτε παραμελώντας την, θεωρώντας την ως δεδομένη, είτε πιστεύοντας ότι δεν έχει σχέση με τις νέες προκλήσεις των καιρών μας. Ακολουθούσε η κάθε χώρα τη δική της, συχνά περιορισμένη πολιτική, ενώ ο κόσμος μεταβαλλόταν και η ισορροπία των δυνάμεων άλλαζε.

Αυτό περιόρισε το βαθμό στον οποίο οι κοινές μας αξίες μπορούσαν να παραμείνουν η δεσπόζουσα δύναμη, στη διαμόρφωση αυτής της νέας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας. Αξίες, όπως η Δημοκρατία, η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, το κράτος Δικαίου.

Το σημαντικότερο στοιχείο της κρίσης είναι ότι σήμερα η Διεθνής Κοινότητα εμφανίζεται ως ανίκανη. Ανίκανη να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα μιας αλληλοεξαρτώμενης αγοράς, ή τις νέες απειλές από την υπερθέρμανση του πλανήτη και τον ανταγωνισμό για ενεργειακές πηγές. Ή την εξάπλωση της βίας, της τρομοκρατίας και τη διασπορά των πυρηνικών όπλων. Ή την αδυναμία μας, να δώσουμε λύσεις σε χρονίζουσες διενέξεις, όπως εκείνη της Μέσης Ανατολής.

Το συμπέρασμά μου είναι ότι πρέπει να δοθεί νέα πνοή στη συνεργασία ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Να ενισχυθούν οι χώρες μας, οι κοινωνίες και οι πολίτες μας, για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα θέματα αποτελεσματικά και δημοκρατικά.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη χώρα μου, την Ελλάδα; Γνωρίζετε όλοι την χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τους τελευταίους μήνες – την κρίση με την οποία βρέθηκα αντιμέτωπος όταν έγινα Πρωθυπουργός, τον περασμένο Οκτώβριο.

Όταν αναλάβαμε την εξουσία, ανακαλύψαμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν διπλάσιο – διπλάσιο από εκείνο που μας είχαν πει οι προκάτοχοί μας, που είχαν πει στις ευρωπαϊκές αρχές και στον Ελληνικό λαό.

Όταν λοιπόν ανακοινώσαμε αυτό που ανακαλύψαμε, η εμπιστοσύνη των επενδυτών κλονίστηκε – όχι μόνον απέναντι στα οικονομικά της Ελλάδας, αλλά και στην αξιοπιστία του νομίσματος, που έχουμε από κοινού με τους Ευρωπαίους γείτονές μας. Θα αντιλαμβάνεστε όλοι ότι υπάρχει κίνδυνος, αυτή η κρίση, όπως η αρχική κρίση της Wall Street το 2008, να εξαπλωθεί ευρύτερα. Πολλοί φοβούνται μήπως πυροδοτήσει και πάλι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – και οδηγήσει σε κρίση νούμερο δύο.

Γι’ αυτό το λόγο, τις τελευταίες πέντε ημέρες, είχα συναντήσεις με την Καγκελάριο Μέρκελ και τον Πρόεδρο Σαρκοζί, ενώ προηγουμένως είχα επισκεφθεί τους Γκόρντον Μπράουν και Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, προκειμένου να τους αναλύσω τις ιδέες μου, για το πώς μπορεί να βρεθεί λύση σ’ αυτή την εξελισσόμενη κρίση και πώς να αποφευχθεί η εξάπλωσή της.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, θα συναντήσω αύριο τον Πρόεδρο Ομπάμα – όχι μόνον ως Έλληνας ηγέτης, αλλά και ως Ευρωπαίος ηγέτης – για να συζητήσουμε το σημαντικό ρόλο, που πιστεύω ότι μπορούν να παίξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να εξασφαλίσουν ότι Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική, θα παραμείνουν ισχυροί και υγιείς εταίροι.

Θα ήθελα να σας εξηγήσω τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Ήμουν υποψήφιος στις εκλογές, σε μια χώρα που απαιτούσε βαθιές αλλαγές. Την προηγούμενη πενταετία, οι πολίτες μας αγανακτούσαν όλο και περισσότερο με τη διόγκωση του δημόσιου χρέους της χώρας, με τις αλόγιστες σπατάλες και με τη μείωση του ΑΕΠ μας.

Στη διάρκεια της προεκλογικής μας εκστρατείας, υποσχεθήκαμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα τα χρόνια προβλήματα που ταλάνιζαν την ελληνική οικονομία – διαρθρωτικά προβλήματα που εμείς, οι πολιτικοί, συχνά αποφεύγαμε να αντιμετωπίσουμε, για τόσο πολύ καιρό. Στόχος μας ήταν – και εξακολουθεί να είναι – να μετατρέψουμε την Ελλάδα σε μια ακμάζουσα οικονομία, καθοδηγούμενη από πράσινη τεχνολογία και επενδύσεις σε φυσικούς και ανθρώπινους πόρους, όπως παιδεία και υγεία.

Όταν λοιπόν το κόμμα μου απέσπασε σημαντική πλειοψηφία στις εκλογές, γνωρίζαμε ότι εντολή μας ήταν – όπως του Προέδρου σας, του νέου σας Προέδρου, του Προέδρου Ομπάμα – να προχωρήσουμε σε βαθιές αλλαγές, ακόμα και σε εποχή μεγάλης οικονομικής πρόκλησης.

Προσωπικά, είμαι συνηθισμένος στις αλλαγές. Γεννήθηκα στη Μινεσότα, μεγάλωσα στην Καλιφόρνια, προτού τελικά εγκατασταθώ στην Αθήνα. Κι όταν η οικογένειά μου αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα, την εποχή της δικτατορίας, ζήσαμε εξόριστοι στον Καναδά, και κατόπιν στη Σουηδία.

Στη διάρκεια της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, ανέλαβα συχνά αξιώματα σε εποχές κρίσης, όπως είπε ο Strobe νωρίτερα. Έγινα Υπουργός Παιδείας, την εποχή που απεργούσαν οι εκπαιδευτικοί. Έγινα Υπουργός Εξωτερικών, τη στιγμή που η Ελλάδα αντιμετώπιζε μία από τις πιο δύσκολες κρίσεις με την Τουρκία. Ανέλαβα την ηγεσία του κόμματός μου, λίγες εβδομάδες πριν από εκλογές, τις οποίες ήμασταν σχεδόν βέβαιοι ότι θα χάναμε. Και τώρα, έγινα Πρωθυπουργός, τη στιγμή που η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη οικονομική κρίση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αντιμετώπιση αναταραχών και η ανάγκη μεγάλων αλλαγών αποτελούν λοιπόν αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου. Το τεράστιο μέγεθος του ελληνικού ελλείμματος καθιστά απαραίτητες τις βαθιές αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές έχουν τώρα δρομολογηθεί.

Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στη χώρα μας και η σταθερότητα της οικονομίας μας, δεσμευτήκαμε να μειώσουμε φέτος το έλλειμμα από 12.7% σε 8.7%, και μέχρι το 2012 στο 3%, επίπεδο που απαιτεί η Ε.Ε. Για να υλοποιηθούν αυτοί οι στόχοι, το ελληνικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε τα αυστηρότερα μέτρα λιτότητας, που έχουν ποτέ επιβληθεί στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Η τρίτη σειρά αυτών των μέτρων ψηφίστηκε μόλις την περασμένη εβδομάδα, την Παρασκευή.

Γνωρίζουμε όμως ότι η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε μόνο δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και εκείνο που θα ονόμαζα «έλλειμμα αξιοπιστίας». Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτό ήταν το σημαντικότερο έλλειμμά μας, ως αποτέλεσμα των παραποιημένων δημοσιονομικών στοιχείων που είχαν δημοσιεύσει οι προκάτοχοί μας. Συνεπώς, είναι κατανοητό οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να είναι σκεπτικοί απέναντι στις υποσχέσεις μας να περιορίσουμε το έλλειμμα και να πατάξουμε προβλήματα όπως η διαφθορά.

Δείχνουμε όμως την αποφασιστικότητα της Ελλάδας. Έγιναν περικοπές στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, παρατάθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, αυξήθηκαν οι φόροι. Πρόκειται για επώδυνες επιλογές, που ενέχουν υψηλό πολιτικό και κοινωνικό κόστος.

Λάβαμε αυτά τα μέτρα, όχι μόνο για να διασώσουμε την οικονομία μας και να αποδείξουμε το θάρρος και την αξιοπιστία μας, αλλά κι επειδή είμαστε μέλη μιας πραγματικής κοινότητας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, όλα αυτά τα μέτρα δείχνουν τη δέσμευσή μας να προστατεύσουμε τη σταθερότητα του κοινού ευρωπαϊκού μας νομίσματος.

Το χάπι είναι ίσως πικρό, αλλά είναι μια άμεση θεραπεία, δεδομένου ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε κι άλλα ουσιαστικά προβλήματα που, για πολύ καιρό, δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα να αξιοποιήσει πλήρως τις οικονομικές της δυνατότητες – και υπάρχουν πολλές οικονομικές δυνατότητες στην Ελλάδα.

Είπα λοιπόν στον Ελληνικό λαό ότι, φέτος, το 2010, πρέπει να είναι και θα είναι χρονιά δραστικών μεταρρυθμίσεων, σε όλα τα κυβερνητικά επίπεδα: αλλαγές στο φορολογικό μας σύστημα, στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, στη Δημόσια Διοίκηση, στην υγεία και στο αναπτυξιακό μας μοντέλο.

Επικεφαλής στη λίστα, βρίσκεται η φοροδιαφυγή. Θα σας δώσω μια ιδέα της έκτασης του προβλήματος: λιγότεροι από 5.000 Έλληνες δηλώνουν εισόδημα 100.000 ευρώ ή μεγαλύτερο. Αυτό πρέπει να σταματήσει και θα σταματήσει. Θα κυνηγήσουμε τους παραβάτες – όσο πλούσιοι και ισχυροί κι αν είναι – για να αποδείξουμε ότι εννοούμε αυτό που λέμε: κράτος Δικαίου σημαίνει ότι ο νόμος ισχύει για όλους.

Είμαστε βέβαιοι ότι τέτοιου είδους αλλαγές θα αποφέρουν δισεκατομμύρια σε φόρους που έχουν διαφύγει και θα συμβάλλουν στην αποκατάσταση ενός υγιούς φορολογικού συστήματος. Αντιμετωπίζουμε, επίσης, δυναμικά την πρόκληση της πάταξης της διαφθοράς. Μέσα στις πρώτες εβδομάδες από τότε που ανέλαβα την εξουσία, έπαυσα από τα καθήκοντά του έναν Υφυπουργό και φίλο, που έκανε «μικρές χάρες» σε ψηφοφόρους.

Η διαφθορά, πάντως, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Είναι όμως ένα πρόβλημα που είμαστε αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε, στο πλαίσιο των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων. Εγκαινιάζοντας μια νέα μορφή διαφάνειας, μεταδίδουμε από την τηλεόραση τις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης, δρομολογήσαμε μια ανοικτή διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής αιτήσεων για θέσεις στο Δημόσιο, ακόμα και στις ανώτερες βαθμίδες – μια πρωτιά στην Ευρώπη. Κάθε υπογραφή, από τη δική μου, μέχρι εκείνη των υπαλλήλων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, θα εμφανίζεται στο διαδίκτυο.

Δημοσιεύουμε όλες τις προτάσεις μας στο διαδίκτυο, για να υπάρχει συζήτηση και συμμετοχή, πράγμα που δίνει αυτοπεποίθηση στους πολίτες, ελέγχει τους νομοθέτες και βελτιώνει την ποιότητα των πολιτικών που χαράσσουμε. Αυτές είναι μερικές από τις αλλαγές που έχει κάνει και θα συνεχίσει να κάνει η Κυβέρνησή μου, για να αντιμετωπίσει την κρίση.

Είμαι συνεπώς βέβαιος ότι, η Ελλάδα θα είναι σύντομα υπόδειγμα μιας ανοικτής διακυβέρνησης, πρωτοπόρος στην πράσινη ανάπτυξη – επειδή η Ελλάδα έχει μεγάλο, αναξιοποίητο δυναμικό για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – αλλά και πραγματικός μαγνήτης για νέες επιχειρήσεις και επενδύσεις.

Υπάρχουν όμως ακόμα δύο σημαντικά σημεία, που θα ήθελα να υπογραμμίσω σήμερα – σημεία που αφορούν προκλήσεις που θα εμφανιστούν αργότερα, αλλά και τις κοινές μας ευθύνες για τη δημιουργία μιας ισχυρότερης παγκόσμιας οικονομίας. Το πρώτο είναι ότι, ενώ πρέπει να αντιδράσουμε όλοι άμεσα, σήμερα, πρέπει ταυτόχρονα να προγραμματίσουμε το μέλλον. Οι αρχιτέκτονες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της Ευρώπης και της διατλαντικής κοινότητας – ηγέτες όπως οι Αντενάουερ, Σούμαν, Βίλυ Μπραντ και Τρούμαν – σκέφτονταν τι είναι λογικό, όχι μόνο για την επόμενη εβδομάδα, όχι μόνο για τον επόμενο χρόνο, αλλά για την επόμενη γενεά.

Έτσι πρέπει να κάνουμε και σήμερα. Οι κρίσεις που αντιμετώπισε η υφήλιος τα τελευταία χρόνια, πρέπει να μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειαζόμαστε μεγαλύτερη συνεργασία. Χρειαζόμαστε νόμους και προνοητικότητα. Ο λαός μου, οι Έλληνες, το έχουμε καταλάβει. Η πλειοψηφία των Ελλήνων αναγνωρίζουν ότι οι δυσκολότατες αλλαγές που επιφέρουμε είναι για το απώτερο καλό τους. Γι’ αυτό και υπάρχει ευρεία υποστήριξη αυτών των αλλαγών από τον Ελληνικό λαό, θα έλεγα μάλιστα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το διαπιστώνω καθημερινά. Ακόμα και από όσους προσέφεραν εθελοντικά βοήθεια, όπως η γνωστή τραγουδίστρια Νάνα Μούσχουρη, που δώρισε στο κράτος τη σύνταξή της, μιλώντας για το ελληνικό “φιλότιμο”. Το φιλότιμο είναι μια λέξη που δύσκολα μεταφράζεται. Σημαίνει συναίσθημα υπερηφάνειας και τιμής, όταν συμβάλλεις στο κοινό καλό.

Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρίσει ότι τα μέτρα που πήραμε, και αυτά που θα πάρουμε, χρειάζονται κάποιο χρόνο για να αποδώσουν. Οι χώρες δεν είναι όπως οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι κοινωνικές αλλαγές δεν πραγματοποιούνται με την ταχύτητα των swaps.

Δεν μπορείς να πουλάς βραχυπρόθεσμα, όταν έχεις να κάνεις με κοινωνικές υποχρεώσεις και πολιτικές ευθύνες. Παρόλο λοιπόν που η παρούσα κρίση ενέχει σοβαρούς κινδύνους, εξίσου μεγάλους κινδύνους εγκυμονούν οι εξωπραγματικές προσδοκίες και η υπέρμετρη ανυπομονησία, κάτι που είδαμε στον παγκόσμιο Τύπο. Είναι επικίνδυνο να πιέζεις τον κόσμο πολύ και γρήγορα. Για παράδειγμα, οι μισθοί των Ελλήνων είναι από τους χαμηλότερους της Ευρώπης. Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι λίγο κάτω από 24.000 δολάρια ετησίως, σε σύγκριση με αυτόν στις ΗΠΑ, που είναι λίγο πάνω από 40.000 δολάρια.

Σκοπός μας είναι να κάνουμε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, με τη βοήθεια των πολιτών μας, όχι παρά τη θέλησή τους. Σε αυτό ακριβώς πρέπει να σταθεί δίπλα μας η Ευρώπη και να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε τις δημοσιονομικές περικοπές, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρξει και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.

Αν δεν προσέξουμε, η υψηλότερη φορολογία, σε συνδυασμό με χαμηλότερα εισοδήματα, μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη. Αυτό, εκτός του ότι είναι άδικο, μπορεί να αποτελέσει και αιτία μεγάλης κοινωνικής αναταραχής. Ένας άλλος υπαρκτός κίνδυνος θα είναι ο αποπληθωρισμός, αν δεν λάβουμε μέτρα, ώστε να δοθεί ταυτόχρονα μια ώθηση στην παραγωγικότητα και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

Δεν ζητάμε από την Ευρώπη να σπεύσει να βοηθήσει μια χώρα που δρα με επιπολαιότητα. Αντίθετα, η Ελλάδα κάνει βαθιές και υπεύθυνες μεταρρυθμίσεις, και είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης συνολικά, να βρεθεί δίπλα μας. Αυτό πιστεύω ότι το κατάλαβαν πλέον οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες. Αν δεν κινηθούμε συλλογικά, το τίμημα θα είναι μεγαλύτεροι φόροι, μεγαλύτερη ανεργία και αργή οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη. Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να κάνει ό,τι πρέπει για να ξαναζωντανέψει την οικονομία της, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι όλοι θέλουν να πετύχουμε.

Φθάνω λοιπόν στο δεύτερο θέμα μου, που είναι η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την απειλή της κερδοσκοπίας και της ανεπαρκούς ρύθμισης των χρηματοοικονομικών αγορών – μια απειλή, που δεν θέτει σε κίνδυνο μόνο την Ελλάδα, αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Την απειλή αυτή, τη ζω καθημερινά στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης, γιατί το άμεσο πρόβλημά μας δεν είναι να αντιμετωπίσουμε την ύφεση, αλλά να καλύψουμε το χρέος μας.

Παρά τις βαθιές μεταρρυθμίσεις που κάνουμε, οι χρηματιστές και οι κερδοσκόποι έχουν στείλει τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων σε ύψη ρεκόρ. Πολλοί πιστεύουν ότι κυκλοφορούν κακόβουλες φήμες, που επαναλαμβάνονται και ενισχύονται τεχνηέντως, ώστε να χειραγωγηθούν οι αγορές των ομολόγων μας.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους, για τους οποίους η Ελλάδα είναι τώρα υποχρεωμένη να δανείζεται με επιτόκιο σχεδόν διπλάσιο από αυτό των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν δανειζόμαστε 5 δις ευρώ για πέντε χρόνια, πληρώνουμε 725 εκατομμύρια ευρώ περισσότερα από τη Γερμανία, σε τόκους. Είναι σαν να πρέπει η Καλιφόρνια να δανειστεί 5 δις δολάρια, με ένα επιτόκιο που να την αναγκάζει να πληρώσει 725 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα από μια άλλη Πολιτεία των ΗΠΑ. Αυτό δεν μπορεί να είναι βιώσιμο, όταν υπάρχει ενιαίο νόμισμα.

Θα είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, αν τα οφέλη από τα μέτρα λιτότητας, τα καταβροχθίσουν τα απαγορευτικά επιτόκια. Το φοβερό αυτό σενάριο, το έχουμε δυστυχώς ξαναδεί. Οι ίδιοι χρηματοοικονομικοί Οργανισμοί, που σώθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων, θησαυρίζουν τώρα από τη δυστυχία της Ελλάδας, τη στιγμή που οι ίδιοι φορολογούμενοι πληρώνουν με μεγάλες περικοπές των μισθών και των υπηρεσιών τους.

Ασυνείδητοι κερδοσκόποι, λοιπόν, κερδίζουν εκατομμύρια καθημερινά, στοιχηματίζοντας ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Οι Αμερικανοί, αυτό κάπου το έχουν ξανακούσει. Αντίθετα όμως με τους τραπεζίτες, η Ελλάδα δεν ζητάει διάσωση- και πολύ περισσότερο, δεν ζητάει μπόνους. Εμείς περικόψαμε τους μισθούς όλων των δημοσίων υπαλλήλων.

Εγώ και οι Υπουργοί μειώσαμε σημαντικά τους μισθούς μας. Οι ορθές κινήσεις μας, όμως, μπορεί να υπονομευθούν από την κερδοσκοπία -πράγμα που για μένα αποτελεί πρόκληση για τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Μια εκλεγμένη Κυβέρνηση, η οποία κάνει τεράστιες αλλαγές με τη συναίνεση του λαού, υπονομεύεται από συντονισμένες δυνάμεις σε μια αγορά χωρίς ρυθμίσεις. Από δυνάμεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις οποιασδήποτε Κυβέρνησης.

Ένα άλλο θέμα είναι ότι παρόλο που η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόνο το 2% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική μας κατάσταση μπορεί να έχει επιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Μια κρίση διαρκείας του ευρώ μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις και να ανεβάσει το κόστος δανεισμού και για άλλες χώρες που έχουν μεγάλα ελλείμματα, να προκληθεί αστάθεια στα επιτόκια των ομολόγων και των νομισμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένα μικρό πρόβλημα μπορεί να ανατρέψει ένα σύστημα, που είναι ήδη ασταθές.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ, ακολούθησε μια δεύτερη ύφεση το 1937-1938, η οποία οδήγησε την παγκόσμια ανάκαμψη σε εκτροχιασμό και παρέτεινε την κρίση. Αν λοιπόν μεταφερθεί αλλού η κρίση της Ευρώπης, ή οποιαδήποτε άλλη κρίση στον κόσμο, μπορεί να προκαλέσει νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, που θα έχει εξίσου σοβαρές επιπτώσεις, με αυτήν που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ πριν από δύο χρόνια.

Για την Αμερική, το αδύναμο ευρώ σημαίνει και κάτι άλλο. Μπορεί να σημαίνει αύξηση της τιμής του δολαρίου, που με τη σειρά της να σημαίνει αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα για τις ΗΠΑ, πράγμα που δεν θα βοηθήσει την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Αν παραπαίει η Ευρωπαϊκή Ένωση – που εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αμερικής – οι συνέπειες μπορεί να γίνουν πολύ αισθητές εδώ.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πρέπει να συνεργαστούν η Ευρώπη και η Αμερική, για να πουν «ως εδώ και μη παρέκει» σ’ αυτούς τους κερδοσκόπους, που ενδιαφέρονται μόνο για την άμεση απόδοση και παραβλέπουν εντελώς τις συνέπειες στο ευρύτερο οικονομικό σύστημα, όπως και για τις ανθρώπινες συνέπειες, αυτές των χαμένων θέσεων εργασίας, των σπιτιών που κατάσχονται και του αποδεκατισμού των συντάξεων.

Αυτού του είδους η χειραγώγηση της αγοράς, που είναι κυρίως υπεύθυνη για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, εξακολουθεί να είναι νόμιμη. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι, ύστερα από όσα περάσαμε, επιτρέψαμε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση.

Η κοινή λογική λέει, και το επιβάλλει και η ασφαλιστική νομοθεσία, ότι απαγορεύεται να ασφαλίσει κανείς το σπίτι τού γείτονα από πυρκαγιά και κατόπιν να το κάψει για να εισπράξει την ασφάλεια. Αυτό ακριβώς γίνεται στην αγορά των swaps. Αυτό είναι το κακό, που οδήγησε στην κατάσχεση των σπιτιών εκατομμυρίων Αμερικανών από τις τράπεζες. Αλλά αυτό είναι και το κακό που απειλεί τώρα όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά όλους μας. Αν όμως η Ευρώπη και η Αμερική κινηθούν μαζί, για να ενισχύσουν τις παγκόσμιες ρυθμίσεις των χρηματοοικονομικών αγορών – και αν καταφέρουν να τις επιβάλουν επιτέλους- τότε θα καταφέρουμε να περιορίσουμε αυτές τις δραστηριότητες.

Είναι θετικό που οι αμερικανικές αρχές διέταξαν κάποιους κερδοσκόπους να μην καταστρέψουν τα αρχεία των συναλλαγών τους σε ευρώ. Καλό θα ήταν να συνεχίσουν τις έρευνές τους οι αμερικανικές αρχές. Από τη δεκαετία του ’80, είδαμε διαδοχικές χρηματοοικονομικές κρίσεις: την κατάρρευση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, την καταστροφή των αποταμιεύσεων και των δανείων των ΗΠΑ, την χρηματοοικονομική κρίση στην Ασία, τις φούσκες της τεχνολογίας και των στεγαστικών και, τώρα, τη χειρότερη παγκόσμια ύφεση από τη δεκαετία του ‘30.

Η παγκοσμιοποίηση, που υποσχέθηκε τόσα, που άνοιξε τόσες πόρτες σε όσους από εμάς είχαμε την τύχη να έχουμε μόρφωση και καριέρες, έφερε και νέες ανισότητες και νέους κινδύνους. Η κρίση αυτή, λοιπόν, είναι μια ευκαιρία για να διορθώσουμε πολλές από τις υπερβολές της παγκοσμιοποίησης. Χρειάζονται βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, αλλαγές στους παγκόσμιους θεσμούς, στο σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης.

Στη συνάντηση των G20 και στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης για την κλιματική αλλαγή, δεν ανταποκριθήκαμε στις προσδοκίες των πολιτών. Δεν κάναμε όσα διακηρύτταμε. Δεν μπορούμε λοιπόν να αφήσουμε άλλη μία ευκαιρία να πάει χαμένη και να μην κάνουμε τις κρίσιμες αλλαγές, που απαιτεί η πραγματικότητα που τώρα βιώνουμε. Αυτή η κρίση πρέπει να γίνει μια ευκαιρία για να νομοθετήσουμε από κοινού και με αποφασιστικότητα. Είναι επείγον, αν θέλουμε να είναι βιώσιμη η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

Πρέπει να υπάρχει παγκόσμιος συντονισμός των νομισματικών πολιτικών. Αν επιτρέψουμε στις δυνάμεις της αγοράς να μας επιβάλουν τους όρους τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η οικονομική ανάκαμψη θα αντιστραφεί.

Πριν έλθω εδώ, ήμουν στο Παρίσι. Προηγουμένως, ήμουν στο Βερολίνο και στο Λουξεμβούργο. Με τους Ευρωπαίους εταίρους μου, αναλάβαμε μια κοινή πρωτοβουλία για να ενισχύσουμε τις χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις, κυρίως απέναντι στην κερδοσκοπία. Χρειάζονται ξεκάθαροι κανόνες για τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου και για τα swaps.

Ελπίζω λοιπόν ότι θα ανταποκριθεί θετικά αυτή η πλευρά του Ατλαντικού, ώστε να φθάσει η πρωτοβουλία στην επόμενη συνάντηση των G20. Ξέρω ότι πολλούς, τους φοβίζει η λέξη «ρύθμιση». Ισχυρίζονται ότι οι ρυθμίσεις περιορίζουν την ελευθερία μας. Εγώ λέω ότι, είναι σαν να λέμε ότι θα καταργήσουμε τα φανάρια στους δρόμους, γιατί καθυστερούν τα αυτοκίνητά μας. Ας κάνουμε τις αγορές να λειτουργούν προς όφελός μας.

Όλα αυτά θα είναι εφικτά, αν εμείς – η Ελλάδα, η Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες – εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο, ως εταίρο. Κάποιο διάστημα είχε τεθεί το θέμα, αν θα μπορούσε να λειτουργήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατόπιν, αν θα ήταν καλύτερα να είναι ισχυρή ή αδύναμη, κυρίως σε σχέση με το ευρώ.

Ακόμα και τώρα, συζητείται αν η νέα Ευρώπη είναι υπολογίσιμη δύναμη, αν έχει ενισχυθεί η θέση της με τον νέο Πρόεδρο και τον Ύπατο Εκπρόσωπο, ή αν είναι μία ασήμαντη ήπειρος, που βαίνει προς εξαφάνιση από το χάρτη, όπως θα έγραφε το περιοδικό «ΤΙΜΕ».

Εγώ πιστεύω ότι, σήμερα, ο κόσμος χρειάζεται περισσότερη, όχι λιγότερη Ευρώπη. Και ταυτόχρονα, λέω ότι η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοντέλο, ως ένα αρχέτυπο, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα, σε έναν κόσμο που βρίσκεται στη φάση της παγκοσμιοποίησης, έναν κόσμο που χρειάζεται πιο ανθρώπινη παγκοσμιοποίηση.

Είμαστε σήμερα μια πολιτική ένωση 27 κρατών και μια νομισματική ένωση 16 μελών. Ο καθένας μας, προσφέρει τη δική του εμπειρία, τις ιδιαιτερότητές του, ακόμα και τη γλώσσα του. Φανταστείτε την Αμερική ενωμένη, με κάθε Πολιτεία να έχει διαφορετική γλώσσα. Γίναμε όμως καταλύτης μεγάλης προόδου και ευημερίας στην περιοχή και καταλύτης εκδημοκρατισμού για πολλές χώρες.

Σε μια στιγμή, όπου μια σειρά παγκόσμιων κρίσεων ζητούν επειγόντως αυξημένη παγκόσμια συνεργασία, εμείς, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεισφέραμε ένα μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας, ώστε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί στην υπεράσπιση των κοινών μας συμφερόντων απέναντι σ’ αυτές τις παγκόσμιες προκλήσεις. Η δημιουργία του κοινού μας νομίσματος, που το χρησιμοποιούν 328 εκατομμύρια Ευρωπαίοι και το στηρίζει μία οικονομία μεγαλύτερη από την αμερικανική, είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ευρώπης.

Το ευρώ, το αποκάλεσαν «μεταμοντέρνο νόμισμα» ή νόμισμα της «μετα-κυριαρχίας». Όπως και αν ονομάζεται, εμείς, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, πρέπει να επιδείξουμε τώρα πραγματικά ηγετικές ικανότητες, για να εμποδίσουμε τις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς να επωφεληθούν από την επιτυχία αυτή, και να τη χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Πιστεύω ότι θα πετύχουμε, ότι δεν μπορεί να αποτύχουμε.

Στην κρίση αυτή, πρέπει να εμπιστευτούμε και τη χώρα μου. Δείξαμε αποφασιστικότητα και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι είμαστε διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουμε την κρίση ως πραγματική ευκαιρία για αλλαγή.

Αυτό το λέω, γιατί όταν πριν από 10 χρόνια, ως Υπουργός Εξωτερικών, ξεκίνησα τη διαδικασία της Ελληνοτουρκικής προσέγγισης, όλοι έλεγαν ότι ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι χώρες μας, όμως, είναι πιο κοντά από ό,τι ήταν εδώ και αιώνες – και τίποτα δεν το αποδεικνύει καλύτερα αυτό, από το γεγονός ότι ο συντονιστής αυτής της συζήτησης είναι ο καλός μου φίλος, Κεμάλ Ντερβίς.

Περιμένω την επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού, Ταγίπ Ερντογάν. στην Αθήνα, τους επόμενους μήνες. Πιστεύω ότι μπορούμε να σημειώσουμε νέα πρόοδο στη σχέση μας και να γίνουμε σύμβολο σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, πολλοί έλεγαν ότι η Ελλάδα δεν θα τα κατάφερνε. Εμείς όμως οργανώσαμε τους ασφαλέστερους και πιο πετυχημένους Αγώνες της ιστορίας.

Αυτή την κληρονομιά θα χρησιμοποιήσουμε τώρα, για να αναμορφώσουμε την Αθήνα και τη Δημόσια Διοίκηση. Έτσι, θα ξεπεράσουμε και αυτή την πρόκληση. Θα το καταφέρουμε, με τη συνεργασία των εταίρων μας στην Ευρώπη και την Αμερική, που πέρασαν μαζί μας τόσες κρίσιμες δοκιμασίες. Η νέα αυτή κρίση είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, είναι η ευκαιρία να εκσυγχρονίσει και να δώσει νέα πνοή στο μοντέλο της διακυβέρνησης και της ανάπτυξής της.

Για την Ευρώπη, αυτή είναι μια ευκαιρία να γίνει πιο πλήρης η ολοκλήρωσή της. Τώρα, ας πούμε, συζητάμε για μια πιο συντονισμένη οικονομική διακυβέρνηση. Για τον κόσμο, είναι η ώρα να προχωρήσει σε περισσότερο δημοκρατική συνεργασία, σε μια στιγμή που, για μία ακόμη φορά, η δύναμη που έχει παγκοσμίως η ανεπαρκώς ρυθμισμένη αγορά, αποδεικνύεται επικίνδυνη για όλους μας. Οι καλά ρυθμισμένες αγορές, όμως, μπορούν να οδηγήσουν τους λαούς μας και τις οικονομίες μας σε νέα ύψη.

Κλείνοντας, θέλω να πω ότι η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία μας, ουσιαστικά, αντιμετωπίζει μια πανάρχαια πρόκληση. Πριν την εμφάνιση της Δημοκρατίας, τις πόλεις -κράτη της Ελλάδας, τις διοικούσαν πλούσιοι και αδίστακτοι άρχοντες, που προέρχονταν από ισχυρές φυλές, οι οποίες είχαν σχέσεις μεταξύ τους. Δεν διέφεραν πολύ από τις συγχωνεύσεις που γίνονται σήμερα ανάμεσα σε ισχυρούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά.

Ο Πλάτωνας έκανε τότε ένα πολύ επικριτικό σχόλιο για το σύστημα, που το ήλεγχαν τα ισχυρά συμφέροντα μιας ισχυρής ομάδας. Είπε ότι σε ένα τέτοιο σύστημα «δίκαιο ή σωστό είναι το συμφέρον του ισχυρότερου». Όχι το κράτος Δικαίου, αλλά ο νόμος του ισχυρού.

Είναι λοιπόν κοινή μας ευθύνη, να δημιουργούμε κανόνες που να προσφέρουν μια πιο δίκαιη και βιώσιμη απάντηση στις ανάγκες του πλανήτη.

Στο τέλος της ομιλίας μου, θα σας μεταφέρω νοερά στον Παρθενώνα. Όταν βρίσκεται κανείς στον Παρθενώνα και κοιτάζει την Αθήνα, δεν βλέπει μόνο το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που περιμένει την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Θα δει, από την άλλη μεριά, την Αρχαία Αγορά. Η λέξη «αγορά» στα ελληνικά σημαίνει και την αγορά με την εμπορική σημασία, αλλά και τον χώρο όπου οι άνθρωποι αγορεύουν, τον χώρο όπου ασκούν πολιτική. Ας μας καθοδηγήσει λοιπόν εδώ η Αρχαία Ελλάδα, για να μας πει ότι η αγορά ανήκει και πρέπει να εμπίπτει στο χώρο των πολιτικών αποφάσεων. Εμείς τα χωρίσαμε αυτά τα δύο, ενώ δεν μπορούν να χωριστούν.

Αν πάλι κοιτάξει κανείς από την άλλη πλευρά του λόφου, θα δει την Πνύκα. Τον χώρο, όπου κάθε πολίτης μπορούσε να πάει για να μιλήσει και να τον ακούσουν. Η πολιτική στην Αρχαία Ελλάδα ήταν συμμετοχική. Όλοι είχαν το δικαίωμα να τους ακούν οι άλλοι.

Πρέπει λοιπόν εμείς να χρησιμοποιούμε τα νέα μέσα που διαθέτουμε στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, όπως το διαδίκτυο και όχι μόνον, για να δώσουμε στους πολίτες δυνατότητες και πραγματική φωνή στον χώρο της πολιτικής. Αυτό δεν είναι μόνο μια τεχνική, είναι θέμα πολιτικής βούλησης.

Αν πάλι κοιτάξει κανείς από τον Παρθενώνα προς τη θάλασσα, θα δει τα νησιά του Αιγαίου. Στην Αρχαία Ελλάδα, κάθε νησί ήταν και ένα κράτος, μία πόλις-κράτος. Όλες οι πόλεις επεδίωκαν, όμως, έναν κοινό σκοπό, την προστασία της Δημοκρατίας και των κοινών τους αξιών. Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι, οι χώρες μας είναι μια αχανής θάλασσα, με διαφορετικά νησιά, που τα ενώνουν κοινές αξίες. Αυτό επιδιώκει να γίνει η Ευρώπη.

Ο Ισοκράτης, ο αρχαίος φιλόσοφος, είπε ότι Έλληνας είναι αυτός που μετέχει της ελληνικής παιδείας. Αυτός δηλαδή, με τον οποίο μας ενώνουν κοινές αξίες. Η Ελλάδα και η Αμερική έχουν από πολύ παλιά κοινές αξίες και ιστορία. Είμαστε αποφασισμένοι να είμαστε πάντα ισχυρός εταίρος των ΗΠΑ στον παγκόσμιο στίβο- στο εμπόριο, στον πολιτισμό, στην ασφάλεια.

Τώρα λοιπόν, σας ζητώ να σταθείτε πλάι μας και να συνεργαστείτε και πάλι μαζί μας, καθώς αντιμετωπίζουμε ο καθένας τις δικές του προκλήσεις για αλλαγή, καθώς συνεργαζόμαστε για να πετύχουμε το κοινό μας συμφέρον, μια ισχυρή Ευρώπη και ένα υγιές παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Κ. ΝΤΕΡΒΙΣ: Κύριε Πρωθυπουργέ, επιτρέψτε μου να εκφράσω τις ευχαριστίες όλων στο Brookings, εξ ονόματος του σπουδαίου αυτού ακροατηρίου, για τη δυναμική ομιλία σας. Επιτρέψτε μου να ανοίξω και τη συζήτηση, με την εξής ερώτηση: Γιατί εξελίχθηκε τόσο ραγδαία η κατάσταση; Προ εξαμήνου, υπήρχαν δυσκολίες, αλλά δεν υπήρχε μεγάλη κρίση.

Γνωριζόμαστε χρόνια. Είχα την τιμή να συνεργαστώ μαζί σας σε διάφορα σεμινάρια, συνέδρια και εργαστήρια. Επιμένατε πάντοτε στη βαρύτητα της διαφάνειας, στη συμμετοχή των πολιτών. Τι ρόλο πιστεύετε ότι έπαιξε η έλλειψη διαφάνειας στην εμφάνιση της κρίσης;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Σε ευχαριστώ για την ερώτηση, Κεμάλ. Θεωρώ ότι όταν μιλάμε για αυτή την οικονομική κρίση, πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ως μια πρόκληση για τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Συχνά, οι λαοί μας βλέπουν και αντιμετωπίζουν την πολιτική ανά τον πλανήτη, και εμάς, τους εκπρόσωπους τους, ως παντοδύναμους.

Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από εμάς, οι οποίες σε κάποια μέρη της υφηλίου μπορεί να προκαλέσουν διαφθορά στην πολιτική, ενώ σε άλλα σημεία του πλανήτη μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στην πολιτική, μέσω της άσκησης πιέσεων, πολύ συχνά, ακόμη και υπονομεύοντας τη λαϊκή βούληση.

Στην παρούσα οικονομική κρίση, είδαμε πάσης φύσεως νεωτερισμούς, όπως τους αποκάλεσαν, ή κάθε λογής πρακτικές, οι οποίες υπήρξαν πολύ σκοτεινές και αδιαφανείς για να τις αντιληφθούμε καταρχήν, όπως και για να καταστούν οφθαλμοφανείς τελικά. Και αν υπήρχε διαφάνεια, θα είχαμε άμεσα αυξημένες πιθανότητες να προλάβουμε την κρίση νωρίτερα.

Στη Ελλάδα ιδίως, υπήρχε τέτοια έλλειψη διαφάνειας, σε σημείο που δεν διαθέταμε τα σωστά αριθμητικά δεδομένα για το ακριβές δημόσιο έλλειμμά μας. Η έλλειψη διαφάνειας μάλιστα, κατά καιρούς, επέτρεψε λήψη αποφάσεων πελατειακού χαρακτήρα, με βάση περισσότερο την κομματική ψηφοθηρία, παρά την αξιοκρατία, προκαλώντας συχνότατα τον υδροκεφαλισμό του δημόσιου τομέα, ο οποίος έγινε μάλλον ένα σκέλος ενός κομματικού μηχανισμού, παρά το τμήμα μιας κινητήριας δύναμης, που θα λειτουργούσε υπέρ της ανάπτυξης και θα προάσπιζε τα δικαιώματα των πολιτών μας.

Αποτέλεσε όμως πρόσφορο έδαφος και για έντονη διαφθορά, διαφθορά σε τοπικό επίπεδο, σε θεμελιακό επίπεδο, στις καθημερινές συναλλαγές με τις δημόσιες υπηρεσίες, διαπερνώντας όλο το φάσμα της πολιτικής και φτάνοντας μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποδίδω τόσο μεγάλη σημασία στην ύπαρξη διαφάνειας, αφού καταρχήν αποκαλύπτει όλες τις πιθανές ατασθαλίες, αλλά επίσης επιτρέπει σε πολίτες και φορείς, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, να καταστούν κομμάτι της δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά και να ελέγξουν και να περιορίσουν τέτοια κρούσματα, που αφορούν φορείς είτε της νομοθετικής, είτε της εκτελεστικής, είτε της δικαστικής εξουσίας.

Φρονώ, επομένως, ότι η διαφάνεια του συστήματός μας αποτελεί προϋπόθεση, όχι μόνο για την αντιμετώπιση μιας κρίσης, όπως η τωρινή οικονομική κρίση, αλλά και μέσο ενθάρρυνσης της εκ νέου ενεργούς συμμετοχής των πολιτών στον πολιτικό βίο, ώστε να μην αισθάνονται αποκομμένοι από τις αποφάσεις που λαμβάνουμε.

Κ. ΝΤΕΡΒΙΣ: Δηλώσατε ότι θα υπήρχε τηλεοπτική κάλυψη πολλών, αν όχι όλων, των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Μάλιστα, νομίζω ότι και εμείς, στο Brookings, πρόκειται να παρακολουθήσουμε μία εκ των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, γεγονός που θεωρώ εξαιρετικό. Τώρα, σε περίοδο κρίσης, απαιτούνται ασφαλώς θυσίες. Γνωρίζω ότι λαμβάνετε πολύ σκληρά μέτρα, προκειμένου να υπάρξει περιστολή των δαπανών, ώστε εντός ενός έτους να μειωθεί το έλλειμμα κατά 4% του ΑΕΠ.

Δυστυχώς, τις θυσίες αυτές καλούνται να κάνουν άνθρωποι που δεν είναι ιδιαιτέρως ισχυροί, δεν είναι ιδιαιτέρως εύποροι, αν και είμαι βέβαιος ότι καταβάλετε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε όλοι να συνεισφέρουν αναλόγως.

Καθώς όμως η ανάκαμψη θα έρθει, και γνωρίζετε ότι αυτό συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς είδαμε και πολλές άλλες κρίσεις, που μπορεί να φάνηκαν αρχικά τρομακτικές, αλλά αίφνης, μια διετία αργότερα, επανήλθε η αναπτυξιακή τάση, συχνά ωστόσο, παρατηρήθηκε ότι οι καρποί της ανάκαμψης δεν ήταν ισομερώς κατανεμημένοι.

Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις επί του θέματος; Αντιλαμβάνομαι ότι καθώς βρίσκεστε εν μέσω μιας κρίσης, κάτι τέτοιο δεν μοιάζει εύκολο, αλλά τι έχετε εσείς υπ’ όψιν, προκειμένου η ανάκαμψη να ωφελήσει ουσιαστικά τον μέσο Έλληνα πολίτη;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αντιμετωπίσατε και εσείς παρόμοια κρίση στην Τουρκία, και γνωρίζετε τι σημαίνει. Προϋπόθεση, προκειμένου ο κόσμος να αισθανθεί ότι μπορεί όντως να στηρίξει τα μέτρα, παρότι δεν του αρέσουν – όπως και σε εμάς, άλλωστε, δεν αρέσουν αυτά τα μέτρα – αποτελεί πρωτίστως η προοπτική μιας ανάκαμψης, εντός διετίας-τριετίας όπως είπατε, έχοντας βάλει τα οικονομικά μας σε τάξη και έχοντας, στο μεταξύ, θέσει τις βάσεις για μια πολύ πιο βιώσιμη οικονομία, αλλά έχοντας επίσης εμπεδώσει την αίσθηση ότι οι αλλαγές θα είναι δίκαιες.

Προφανώς, προχωρήσαμε στην άμεση λήψη μέτρων, κάποιων εκτάκτων μέτρων, τα οποία ίσως δεν είναι τόσο δίκαια, όσο θα θέλαμε. Παραδείγματος χάριν, μειώνουμε το έλλειμμα, κάνοντας περικοπές στους μισθούς. Και εκείνοι, των οποίων οι αποδοχές δημοσιοποιούνται και δηλώνουν τα εισοδήματά τους, θα παρατηρήσουν μείωση των αποδοχών τους, ενώ όσοι φοροδιαφεύγουν, δεν θα αισθανθούν τις επιπτώσεις της εφαρμογής του μέτρου.

Για το λόγο αυτό, προχωρούμε σε άλλου τύπου αλλαγές, που θα εισάγουν τη διαφάνεια, θα αλλάξουν το φορολογικό σύστημα, θα ανακατανείμουν τα φορολογικά έσοδα με πιο δίκαιο τρόπο, όπως και τα φορολογικά βάρη που επιβάλει το σύστημα, ώστε τελικώς ο κόσμος να αντιληφθεί, ότι όχι μόνο ήπιαμε αυτό το πικρό ποτήρι, αλλά ότι όντως δημιουργούμε ένα πολύ πιο δίκαιο και βιώσιμο σύστημα.

Θα προσέθετα επίσης στα προαναφερθέντα και ένα τρίτο στοιχείο, αφού προφανώς, με αυτά τα μέτρα σταθερότητας, πρέπει να δούμε την άλλη πτυχή του Προγράμματος Σταθερότητας στην Ε.Ε., το οποίο επισήμως αποκαλείται «Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης». Η άλλη του πτυχή, βεβαίως, αφορά το αναπτυξιακό σκέλος, όπου απαιτούνται επενδύσεις. Θα υπάρξουν δημόσιες επενδύσεις, κονδύλια της Ε.Ε., τα οποία έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε, με στόχο δημόσιες επενδύσεις και υποδομές.

Θα αναζητήσουμε επίσης επενδυτές και στον ιδιωτικό τομέα. Θεωρώ ότι αυτή είναι μια περίοδος επενδυτικών ευκαιριών, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έρθουν και να δουν την Ελλάδα σε μία εποχή αλλαγών, καθώς περιορίζουμε τη γραφειοκρατία, χτυπάμε τη διαφθορά, διευκολύνουμε τις επενδύσεις και κινούμαστε προς την κατεύθυνση, όπως προανέφερα, της πράσινης οικονομίας, κάνοντάς την κινητήρια δύναμη της οικονομίας μας σε όλο το φάσμα της, από την τουριστική βιομηχανία, μέχρι τη γεωργία, με έμφαση στη μεσογειακή διατροφή, ενισχύοντας τον τριτογενή τομέα με ποιοτικά και ανταγωνιστικά προϊόντα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η Ελλάδα και αυτός είναι ο στόχος μας.

Κ. ΝΤΕΡΒΙΣ: Στην πρωινή ομιλία σας, επισημάνατε και πάλι την ανάγκη, όπως είπατε, για «περισσότερη Ευρώπη». Γνωρίζω ότι υπήρξατε ένθερμος υποστηρικτής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, επί χρόνια και δεκαετίες. Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι πρόκειται για μια πρόκληση, που αφορά στην Ευρώπη, και δη στη ΝΑ Ευρώπη, στην οποία η Ελλάδα φυσικά διαδραμάτιζε και συνεχίζει να διαδραματίζει ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο.

Θα μπορούσατε ενδεχομένως, πριν ξεκινήσει η συζήτηση με το κοινό, να μας πείτε δυο λόγια για την Ευρώπη, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο αυτή τη στιγμή μπορεί να βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, αλλά ίσως να μπορεί και ως ένα βαθμό να ωφεληθεί από την κρίση αυτή; Και ίσως θα μπορούσατε να κάνετε και ένα σχόλιο για την ΝΑ Ευρώπη: το ζήτημα της διεύρυνσης, δεδομένων και των οικονομικών δυσχερειών, πώς βλέπετε να εξελίσσεται;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Οι ρίζες της Ε.Ε. ανάγονται στη μεταπολεμική Ευρώπη, οπότε ο βασικός παράγοντας εξέλιξης μιας ευρωπαϊκής αγοράς, μιας Κοινής Αγοράς, και κατόπιν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν κυρίως ένα έργο ειρήνης, παρότι ξεκίνησε από την οικονομία. Μάλιστα, η βασική ιδέα, που διέπνεε αυτό το εγχείρημα, ήταν αυτή της διασύνδεσης των οικονομιών, με τρόπο ώστε να μην υφίσταται διάθεση πολέμου, αφού κάτι τέτοιο θα αποδεικνυόταν καταστροφικό και για τις δύο πλευρές, ή ακόμη και για όλες τις ενεχόμενες πλευρές, αν θέλετε.

Υπήρξε λοιπόν ένα εγχείρημα ειρηνευτικό και, συχνά, ο κόσμος υποτιμά τη σημασία του γεγονότος ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, συν τω χρόνω, ενέταξε σε αυτήν χώρες, υπερβαίνοντας λόγου χάριν το ψυχροπολεμικό χάσμα Ανατολής – Δύσης. Πρόκειται πράγματι, επομένως, για ένα τεράστιο ειρηνευτικό σχέδιο.

Παράλληλα, αποτελεί ένα δημοκρατικό εγχείρημα, μια άσκηση δημοκρατίας, καθώς ενέταξε χώρες, στις οποίες άλλοτε υπήρξαν δικτατορίες – Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία – όπως και πολλές ακόμη χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες κυβερνήθηκαν από κομμουνιστικά καθεστώτα.

Αποτελεί επίσης ένα οικονομικό εγχείρημα, που χαρακτηρίζεται από κοινωνική συνοχή. Η κεντρική ιδέα που το διαπνέει, βεβαίως, αυτή της κοινωνικής συνοχής, είναι πολύ σημαντική για πολλές από τις χώρες του Νότου κυρίως – αν και όταν μιλάμε για το Νότο, κάποιες φορές, αναφερόμαστε και σε χώρες όπως η Ιρλανδία, παρότι γεωγραφικώς δεν ανήκουν στη Νότια Ευρώπη.

Μιλώντας όμως για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια ήταν εκείνα που βοήθησαν στην εξομάλυνση των διαφορών, των οικονομικών διαφορών, οπότε θα έλεγα ότι, η Ευρώπη σήμερα εξελίσσεται, και αυτό αποτελεί πρόκληση.

Για το λόγο αυτό, πιστεύω ότι η σημερινή οικονομική κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία, όχι τόσο ως απάντηση στους Παγκοσμίους Πολέμους – παρότι αν εξετάσουμε τα Βαλκάνια, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Κύπρο, βλέπουμε ότι και εκεί η Ευρώπη μπορεί να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, ώστε παρόμοιες διαμάχες να αποτελέσουν παρελθόν, αλλά και να συνδράμει στην επίλυση πολλών από τις διαφορές που εκκρεμούν.

Νομίζω όμως ότι διερευνούμε επίσης το μέλλον, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούμε να διαρθρώσουμε περιοχές και περιφέρειες ανά τον κόσμο, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Τον τρόπο, με τον οποίο θα κατορθώσουν τα κυρίαρχα έθνη να συνδυάσουν τις δυνατότητες και τα μέσα που διαθέτουν, με φιλειρηνικό τρόπο και με στόχο να αντιμετωπίσουν προβλήματα, που ξεπερνούν τα σύνορά τους, όπως η κλιματική αλλαγή ή η οικονομική παγκοσμιοποίηση.

Πρέπει να συνεργαστούμε. Πρέπει να διαχειριστούμε αυτό τον πλανήτη. Πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους διακυβέρνηση αυτού του πλανήτη. Τι είδους διακυβέρνηση; Δεν ισχυρίζομαι ότι η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση είναι πάντοτε τόσο ταχεία και αποτελεσματική, όσο ίσως θα επιθυμούσαμε. Αποτελεί πάντως ένα νέο πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο θεωρώ ότι θα πρέπει να μελετήσουμε, για μια δημοκρατική διακυβέρνηση, προκειμένου να διαχειριστούμε σωστά τον κόσμο.

Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη, σχετικά με τα Βαλκάνια και την Τουρκία. Η σημασία της διεύρυνσης είναι πολύ μεγάλη, παρότι το άκουσμα της λέξης μοιάζει ουδέτερο και η αναφορά μοιάζει περισσότερο γεωγραφική. Η σημασία της διεύρυνσης, όμως, έγκειται στο μοίρασμα βαθιά ριζωμένων αξιών και στη θεσμοθέτηση αυτών των αξιών εντός των χωρών που εντάσσονται στην Ε.Ε.

Υπάρχει επομένως μια διαδικασία η οποία ακολουθείται, όταν μια χώρα υποβάλλει αίτηση ένταξης. Θα μπορούσα να την παραλληλίσω με την περίπτωση στην οποία, για παράδειγμα, μια χώρα της Λατινικής Αμερικής, ή το Μεξικό, ή ίσως μια άλλη, μικρότερη χώρα, εξέφραζε την επιθυμία να ενταχθεί στις ΗΠΑ. Ποιοι είναι οι κανόνες και ποιες οι προϋποθέσεις για μια τέτοια αλλαγή; Αυτό απασχολεί την Ευρώπη.

Προσωπικά, υποστηρίζω την περαιτέρω διεύρυνση, συμπεριλαμβάνοντας τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, όπως Αλβανία, ΠΓΔΜ, Κροατία, Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ώστε να προχωρήσουμε, αφού οι περισσότερες από αυτές τις χώρες είναι είτε επισήμως υποψήφιες, είτε εν δυνάμει υποψήφιες προς ένταξη χώρες.

Πρότεινα, και η Ελλάδα ως χώρα πρότεινε, να ορισθεί ως έτος ένταξης αυτών των χωρών το 2014, καθώς συμπίπτει με την εκατονταετηρίδα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που ξεκίνησε στα Βαλκάνια, στο Σεράγεβο, ώστε να κλείσει συμβολικά ο κύκλος της βίας και της αστάθειας, και να αναδείξουμε και πάλι τη φιλειρηνική διάσταση της Ευρώπης.

Την ίδια προοπτική διαβλέπω και για την Τουρκία, καθώς πάντοτε υποστήριζα ότι η Τουρκία μπορεί να γίνει μέλος της Ε.Ε., εφόσον βεβαίως πληροί τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, καθώς και άλλα κριτήρια που αφορούν στις σχέσεις καλής γειτονίας και προφανώς στην Κύπρο, όπως και στις σχέσεις της με την Ελλάδα.

Υποστήριξα τη θέση αυτή, που επέφερε μείζονα αλλαγή πολιτικής, όπως θα θυμάστε, προ δεκαετίας στην Ελλάδα, όταν είχαμε αποκλείσει το ενδεχόμενο η Τουρκία να είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα. Κατόπιν, σημειώθηκε μια πολιτική μεταστροφή και είπαμε «ας είναι η Τουρκία υποψήφια και ας της δοθεί η δυνατότητα να γίνει μέλος της Ε.Ε.», υποδεικνύοντας ότι αυτό θα λειτουργούσε ουσιαστικά ως παράγοντας σταθερότητας για την ευρύτερη περιοχή, και θα αποτελούσε σημαντικό μήνυμα για όλο τον κόσμο, καθώς η Ευρώπη θα έκανε κράτος-μέλος της, μια χώρα κατεξοχήν μουσουλμανική, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι οι αξίες που μοιραζόμαστε, δεν έχουν καμία σχέση με τις θρησκείες στις οποίες πιστεύουμε.

Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαμε να επιλύσουμε ζητήματα, όπως το Κυπριακό, αλλά και άλλα που αφορούν στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Παραμένω ένθερμος υποστηρικτής της πρότασης αυτής, και ελπίζω ότι κατά τη συνάντησή μου με τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα καταφέρουμε να προωθήσουμε θέματα, τα οποία μας έφεραν σε αντιπαράθεση και μας καθυστέρησαν για πολλά χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες.

Κ. ΝΤΕΡΒΙΣ: Σας ευχαριστώ πολύ και ελπίζω να τελειώσει η κρίση αυτή πολύ σύντομα, ώστε να μπορέσετε να διαθέσετε περισσότερο χρόνο σε αυτά τα σπουδαία ζητήματα περιφερειακού και ειρηνευτικού ενδιαφέροντος. Πράγματι, ενθυμούμαι την επίσκεψη που πραγματοποιήσατε από κοινού με τον Ισμαήλ Τζεμ, στο Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη, αν δεν απατώμαι, και θυμάμαι πώς εσείς, οι Υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, κοινωνήσατε το μήνυμα της δυνατότητας συνεργασίας και κοινής προόδου σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους.

Επιτρέψτε μου λοιπόν στο σημείο αυτό να δώσω το λόγο και στο κοινό, ώστε με τη σειρά του να υποβάλει ερωτήσεις. Παρακαλώ αναφέρατε το όνομά σας και το φορέα που εκπροσωπείτε, πριν θέσετε το ερώτημά σας. Και σας παρακαλώ να απευθύνετε την ερώτησή σας στον κ. Πρωθυπουργό.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ευχαριστούμε, κ. Πρωθυπουργέ, για την τόσο γλαφυρή περιγραφή και επιτρέψτε μου επίσης να σας ευχηθώ καλή τύχη στην αντιμετώπιση των τεράστιων προκλήσεων που βρίσκονται ενώπιόν σας.

Επιτρέψτε μου να επανέλθω στα θέματα της οικονομίας. Αναφερθήκατε στο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα έχει απολέσει το 30% της ανταγωνιστικότητάς της έναντι της Γερμανίας, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 30% σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Γερμανίας, και κατά 50-60% και πλέον σε σχέση με αυτό των ΗΠΑ, λόγω της υποτίμησης του δολαρίου έναντι του ευρώ κ.ο.κ

Ιδού η ερώτηση μου, λοιπόν: πώς σκοπεύετε να ανακτήσετε την χαμένη ανταγωνιστικότητα, εφόσον δεν έχετε τον έλεγχο του νομίσματός σας -αφού συμμετέχετε στο ενιαίο νόμισμα και δεν έχετε τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής; Είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς οι Έλληνες να συμφωνήσουν με μισθολογικές περικοπές της τάξεως του 20-30%, προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα, ή να αυξήσουν τόσο ραγδαία την παραγωγικότητά τους;

Κ. ΝΤΕΡΒΙΣ: Ευχαριστώ. Θα πρότεινα να δεχτούμε τρεις ερωτήσεις και μετά να απαντήσετε συνολικά, καθώς θα υπάρξουν και αλληλοεπικαλύψεις στη θεματολογία των ερωτήσεων.

A. AKYUZ: Abdullah Akyuz για την TUSIAD, πολιτική οργάνωση Τούρκων επιχειρηματιών, με έδρα την Ουάσιγκτον.

Κύριε Πρωθυπουργέ, σας ευχαριστούμε για τα σχόλια. Οι αντιδράσεις για την ανάδειξή σας στο πρωθυπουργικό αξίωμα, όπως γνωρίζετε, υπήρξαν πολύ θετικές στην Τουρκία και συνοδεύτηκαν από την έντονη προσδοκία ότι η εκλογή σας θα έδινε νέα ώθηση στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό.

Όπως φάνηκε και από τα σχόλιά σας, έχετε αφιερώσει πολύ χρόνο και ενέργεια στην αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Και γνωρίζω πόσο πολύ επιθυμείτε να επανέλθετε στην ενασχόλησή σας με θέματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής.

Η ερώτησή μου έχει ως εξής: τι πιστεύετε για το Κυπριακό; Προς ποια κατεύθυνση κινείται το ζήτημα, αφού εξάλλου αποτελεί και ένα μείζον, ακανθώδες ζήτημα στις σχέσεις της Τουρκίας και με την Ε.Ε.;

J. SITILIDES: Κύριε Πρωθυπουργέ, είμαι ο John Sitilides. Σας καλωσορίζουμε στην Ουάσιγκτον. Θα ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: υπάρχουν πολλές εικασίες τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ακούγονται πολλά για τα ποσά που ενδεχομένως ζητάει η Ελλάδα από τους εταίρους της στην Ε.Ε., ή κατά πόσον θα χρειαστεί η προσφυγή στο ΔΝΤ.

Δεν ακούσαμε κάτι για το θέμα κατά την πρωινή τοποθέτησή σας, ενώ δεν διαφάνηκε τίποτα από τις επισκέψεις σας σε Γερμανία και Γαλλία. Θα μπορούσατε παρακαλώ να διευκρινίσετε κατά πόσον η Κυβέρνησή σας ζητά κάτι, και τι ακριβώς, είτε από τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών, ή από τους διεθνείς Οργανισμούς;

Ν. ΛΑΡΙΓΚΑΚΗΣ: Νικ Λαριγκάκης, Executive Director του American-Hellenic Institute. Καλώς ήρθατε στην Ουάσιγκτον, κ. Πρωθυπουργέ.

Επιτρέψτε μου να επανέλθω στην συζήτησή σας με τον κ. Ντερβίς, σχετικά με την προφανή αναζήτηση από πλευράς Ελλάδας νέων, άμεσων επενδύσεων από ιδιώτες και να ρωτήσω: εάν εδώ βρίσκονταν στελέχη αμερικανικών επιχειρήσεων, αντί διπλωματών και δημοσιογράφων, τι θα τους λέγατε τη στιγμή αυτή, προσπαθώντας να τους δελεάσετε, ώστε να δουν την Ελλάδα ως καλή επενδυτική ευκαιρία; Θα μπορούσατε να γίνετε πιο συγκεκριμένος ως προς το επενδυτικό νομοθετικό πλαίσιο της χώρας, τις όποιες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται αυτή την περίοδο, και τα κίνητρα που θα παράσχει η ελληνική Κυβέρνηση ως δέλεαρ για άμεσες ξένες επενδύσεις;

Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ευχαριστώ πολύ. Θα απαντήσω πρώτα στις ερωτήσεις οικονομικού περιεχομένου. Καταρχήν, δηλώσαμε ότι δεν ζητάμε χρήματα. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες, καταφεύγουμε στις διεθνείς αγορές για δανεισμό, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες μας. Δηλώνουμε όμως ότι βάζουμε τώρα τάξη στα οικονομικά μας, καθιστούμε την οικονομία μας μακροπρόθεσμα βιώσιμη και προχωρούμε στις απαιτούμενες αλλαγές, ώστε να είμαστε σε θέση να δανειζόμαστε με επιτόκια, τα οποία να είναι συγκρίσιμα, αν όχι όμοια, με αυτά που δανείζονται και άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.

Όπως ανάφερα, σε περίπτωση που διαφορετικές Πολιτείες των ΗΠΑ δανείζονταν με διαφορετικά επιτόκια, αυτό θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα των διαφόρων περιοχών και Πολιτειών των ΗΠΑ. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα, που δανειζόμαστε με επιτόκια διπλάσια από αυτά με τα οποία δανείζονται οι άλλες χώρες.

Λέμε λοιπόν στους Ευρωπαίους εταίρους μας, ότι δεν ζητάμε χρήματα. Ζητάμε τις απαιτούμενες μορφές εργαλείων και χρηματοδοτικών μέσων, που καθίστανται αναγκαία. Και ζητάμε, σε περίπτωση που παρατηρηθούν φαινόμενα κερδοσκοπίας και αν οι αγορές τώρα αντιδράσουν στα όσα πράττουμε – τα οποία θα είχαμε κάνει ακόμη και αν βρισκόμασταν υπό την εποπτεία ΔΝΤ – να υπάρχει και ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα μπορέσουμε να δανειζόμαστε με κανονικά επιτόκια.

Αυτό ακριβώς ζητάμε και όχι χρηματική δωρεά. Ούτε ζητάμε οικονομική διάσωση. Διεκδικούμε το δικαίωμα σε επιτόκια δανεισμού, όμοια με των υπολοίπων χωρών.

Για το λόγο αυτό, απαιτείται συντονισμένη δράση και πράγματι, προς την κατεύθυνση αυτή, κινείται θετικά η Ε.Ε. Όπως προείπα, χθες και προχθές, συναντήθηκα με την Γερμανίδα Καγκελάριο Μέρκελ και τον Γάλλο Πρόεδρο Σαρκοζί, τους ηγέτες των δύο μεγαλυτέρων οικονομιών της Ε.Ε., που είναι ειλικρινώς διατεθειμένοι να αναλάβουν συστηματική δράση, όπως τη χαρακτήρισαν, σε περίπτωση που απειληθεί η Ευρωζώνη και η οικονομική της σταθερότητα. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν κατόρθωνε να δανειστεί, ή αναγκαζόταν να δανειστεί με ιδιαιτέρως υψηλά επιτόκια.

Αυτό που είπα, επομένως, σχετικά με το ΔΝΤ είναι ότι, υπό διαφορετικές συνθήκες, εάν δεν είχαμε την Ευρωζώνη ή το Eurogroup, μια χώρα όπως η Ελλάδα, θα μπορούσε – ή και όχι, αλλά μετά από ένα σημείο, θα μπορούσε – να αναγκαστεί να καταφύγει στο ΔΝΤ, αν δεν μπορούσε να εξασφαλίσει δανειακά κεφάλαια.

Μέχρι στιγμής, δεν αντιμετωπίσαμε τέτοιο πρόβλημα, διότι μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας με δανεισμό και, μάλιστα, υπερκαλύπτονται κάθε φορά που βγαίνουμε στην αγορά. Δανειζόμαστε, ωστόσο, με πολύ υψηλό επιτόκιο και, επομένως, ξαναλέω ότι ενδεχομένως να χρειαστεί να στραφούμε στο ΔΝΤ.

Από τη στιγμή διαφαίνεται ένα ευρωπαϊκό σχέδιο εκτάκτου ανάγκης- και προς την κατεύθυνση αυτή, συνεργάστηκα με τους εταίρους μας στην Ε.Ε.- πιστεύω ότι μειώνονται οι πιθανότητες να στραφούμε στο ΔΝΤ, ακόμη και σε περίπτωση προβλήματος.

Αυτό λοιπόν το οποίο συζητάμε τώρα, είναι η δημιουργία ενός ad hoc οργάνου, το οποίο θα συνδράμει την ελληνική οικονομία, αν και εφόσον χρειαστεί, σε περίπτωση που επιθυμούμε να δανειστούμε, και το οποίο, μεσοπρόθεσμα, θα ασχοληθεί με τυχόν θεσμικές αλλαγές εντός του πλαισίου της Ε.Ε., όπως παραδείγματος χάριν τα Ευρωομόλογα, ή ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ή μία Ευρωπαϊκή Εγγύηση, που θα σήμαιναν ασφαλώς και ενδεχόμενες αλλαγές στη Συνθήκη.

Αυτό θα σημαίνει, όμως, απουσία άμεσης ανταπόκρισης. Το θέμα αυτό πάντως κατέχει πια κεντρική θέση στη συζήτηση για την Ευρώπη. Θα ήθελα, λοιπόν, με αφορμή την ελληνική κρίση, να δω την Ευρωπαϊκή Ένωση, να χρησιμοποιεί την κρίση αυτή, που εμείς βιώνουμε, ως ευκαιρία – και εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω – για να ενισχύσουμε το συντονισμό και την συνεργασία μας και να δημιουργήσουμε τους αναγκαίους θεσμούς στους κόλπους της Ε.Ε.

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε άμεσα είναι να αναλάβουμε μια διεθνή πρωτοβουλία, όπως συζητήσαμε, εγώ προσωπικά, η ‘Αγκελα Μέρκελ, ο Νικολά Σαρκοζί και ο Ζαν – Κλωντ Γιούνκερ από το Λουξεμβούργο, ως επικεφαλής του Eurogroup, το οποίο και θα μεταφέρω αύριο στον Πρόεδρο Ομπάμα, διότι πιστεύω ότι αυτό το ζήτημα επιβάλλει ανάληψη συντονισμένης δράσης ανά την υφήλιο.

Δεύτερον, αναφορικά με το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και τα όσα θα έλεγα σε Αμερικανούς επιχειρηματίες, εφόσον παρίσταντο εδώ. Καταρχήν, βεβαίως, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας αποτελεί συνάρτηση των αποδοχών των εργαζομένων. Αυτός όμως δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας ανταγωνιστικότητας. Γνωρίζω ότι έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα των μισθών, αλλά θα πρέπει επίσης να κάνουμε τη διάκριση και μεταξύ μισθών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς υπάρχει μεγάλη διαφορά.

Οι επενδυτές, όταν έρχονται στην Ελλάδα, θέλουν να μάθουν τι μισθοί υπάρχουν στον ιδιωτικό, και όχι στο δημόσιο τομέα. Κάποιες φορές, ασφαλώς, ο δημόσιος τομέας ορίζει το βηματισμό του ιδιωτικού.

Ως προς τα όσα συμβαίνουν στο Δημόσιο, αυτά ανάγονται στον υδροκεφαλισμό του, καθώς έχουμε ένα δημόσιο τομέα πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που χρειαζόμαστε, όπως και ένα μάλλον χαοτικό μισθολόγιο, όπου υπάρχουν ιδιαζόντως υψηλοί μισθοί, οι οποίοι είναι υπερβολικοί για το Δημόσιο, όπως και κάποιοι ιδιαζόντως χαμηλοί μισθοί και στο Δημόσιο. Αυτό είναι ένα ακόμη σημείο, το οποίο βελτιώνουμε.

Θα φροντίσουμε φυσικά και για την παροχή άλλων κινήτρων, τα οποία θα αποδειχθούν πολύ πιο χρήσιμα. Πρώτον, το ίδιο το φορολογικό σύστημα θα παράσχει κίνητρα για επενδύσεις.

Δεύτερον, θα δημιουργηθεί ένα πολύ πιο ευέλικτο και απλό σύστημα, που θα διευκολύνει τις επενδύσεις. Παραδείγματος χάριν, υπολογίσαμε ότι προκειμένου να πραγματοποιηθούν επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, όπως την αποκαλούμε, δηλαδή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην Ελλάδα, ακολουθώντας κατά γράμμα την κείμενη νομοθεσία και εφόσον δεν θα υπήρχε κανένα πρόσκομμα, θα απαιτούνταν μια πενταετία για να ξεκινήσει η υλοποίηση της επένδυσης και, κατόπιν, να αρχίσει η επιχειρηματική δραστηριότητα.

Έτσι, συντάξαμε νομοσχέδιο, μειώνοντας στους 8 μήνες το χρονικό διάστημα που απαιτείται. Το γεγονός αυτό, είναι ενδεικτικό του περιορισμού της γραφειοκρατίας. Συνεχίζουμε τώρα, με την απλούστευση της διαδικασίας σύστασης εταιρειών και των συναφών γραφειοκρατικών εμποδίων. Ένας φραγμός που αίρεται, επομένως, είναι η γραφειοκρατία.

Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό της διαφάνειας και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Η διαφθορά ήταν ένα ακόμη πρόβλημα, που αποτελούσε συχνή τροχοπέδη στα επενδυτικά σχέδια. Αποτελεί ένα ακόμη πεδίο στο οποίο εισάγουμε τομές, γεγονός που θα κάνει τα επενδυτικά σχέδια πιο προσοδοφόρα.

Τρίτον, ανοίγουμε τα κλειστά επαγγέλματα, με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού, γεγονός που πιστεύω ότι θα αποδειχθεί πολύ σημαντικότερο για τις επενδύσεις και τη μείωση των τιμών σε κάποιους τομείς.

Τέταρτον, προχωρούμε στην παροχή κινήτρων σε συγκεκριμένους τομείς και περιοχές, όπως στα νησιά του Αιγαίου, καθώς διαθέτουν αυξημένο δυναμικό αιολικής ενέργειας. Ως προς το δυναμικό σε αιολική ενέργεια, η Ελλάδα μάλιστα διαθέτει το μέγιστο κατά κεφαλήν σε όλη την Ευρώπη, χωρίς να το έχουμε όμως αξιοποιήσει. Πρόκειται να διευκολύνουμε λοιπόν τις επενδύσεις στον τομέα αυτό, με άμεσα υλοποιήσιμες επενδύσεις, τύπου «one-stop-shop».

Οι τομείς αυτοί και οι μορφές των αλλαγών στις οποίες προχωρούμε, πιστεύω ότι θα δημιουργήσουν, όπως εξάλλου συμβαίνει ήδη, το κατάλληλο περιβάλλον για ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό σύστημα οικονομικής ανάπτυξης και επενδύσεων.

Θα προσθέσω ακόμη ένα σημαντικό σημείο, σε σχέση με τα όσα πράττει η Κυβέρνησή μας. Διαθέτουμε πέντε επίπεδα διακυβέρνησης, από το κεντρικό στο τοπικό, κάτι που συνεπάγεται αυξημένη γραφειοκρατική δομή. Προχωρούμε λοιπόν, και εντός των επομένων εβδομάδων θα τεθεί το νομοσχέδιο προς ψήφιση στη Βουλή, που αποτελεί μείζονα τομή στη Διοίκηση. Θα περιορίσουμε τα επίπεδα σε τρία: κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό. Θα περιοριστεί ο αριθμός των δήμων, από 3000, σε περίπου 350, με συγχωνεύσεις σε πολλές περιοχές, ενώ επίκειται μείωση των δημοτικών επιχειρήσεων, που συνεπάγονταν αυξημένη γραφειοκρατία, καταργώντας περίπου 6000 από αυτές.

Συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές στην Ελλάδα τώρα, αλλαγές άνευ προηγουμένου. Πιστεύω ότι το γεγονός ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κρίση, μάς βοήθησε, εμένα αλλά και την Κυβέρνησή μας, και οδήγησε σε μεγαλύτερη συναίνεση στην Ελλάδα. Και έτσι, όλοι ήταν σύμφωνοι πως «ναι, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Πιάσαμε πάτο. Τώρα είναι η ώρα να κάνουμε τις μεγάλες αυτές αλλαγές».

Νομίζω ότι κάποιος από το επιτελείο του Αμερικανού Προέδρου Ομπάμα είπε κάτι γνωστό: «φρόντισε να μη χάσεις την κρίση. Αποτελεί την ιδανική ευκαιρία για αλλαγές». Αυτό κάνουμε και εμείς στην Ελλάδα.

Αναφορικά με την Κύπρο τώρα. Το ζήτημα μας απασχολεί πολλά χρόνια. Είχα την αίσθηση ότι πλησιάσαμε στην εξεύρεση λύσης, το 2004. Όπως γνωρίζετε, η λύση έπρεπε να τύχει της αποδοχής και των δύο Κοινοτήτων. Η Τουρκοκυπριακή πλευρά είπε ναι, η Ελληνοκυπριακή δεν ήταν ικανοποιημένη – και έτσι, το ζήτημα επανεξετάζεται.

Απαιτεί όμως ισχυρή πολιτική βούληση Από πλευράς μας, η Ελλάδα δεν επιθυμεί να παρέμβει με άμεσο τρόπο, διότι θεωρούμε την Κύπρο κυρίαρχο κράτος, αν και διαιρεμένο λόγω της εισβολής του 1974. Και επίσης, θεωρούμε ότι η Ελληνοκυπριακή Κοινότητα έχει κάθε δικαίωμα να αποφασίσει το είδος της λύσης που επιθυμεί. Εξ ου και αυτό που μπορώ να κάνω είναι να υποστηρίξω, βεβαίως, τη διαδικασία και, ασφαλώς, μέσω των σχέσεών μου με την Τουρκία, να δημιουργήσω το κατάλληλο κλίμα, εφόσον και η Τουρκία επίσης αντιδράσει θετικά, ώστε να βοηθήσουμε την κατάσταση εκεί.

Από Τουρκοκυπριακής πλευράς, όμως, υπάρχει η παρουσία 30.000 στρατιωτών και μια πολύ πιο άμεση εμπλοκή, θα έλεγα, περισσότερο από πλευράς τουρκικού στρατού, και λιγότερο από πλευράς Τουρκικής Κυβέρνησης. Θα προτιμούσα μια πιο ενεργό συμμετοχή της Τουρκικής Κυβέρνησης στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού – και λιγότερο του τουρκικού στρατού.

Αυτό είναι και το σημείο, στο οποίο πιστεύω ότι απαιτείται πραγματική πολιτική βούληση από την πλευρά της Τουρκίας, προκειμένου να υπάρξει πρόοδος. Ο Πρωθυπουργός Ερντογάν πράγματι επέδειξε τη βούληση αυτή το 2004, και θεωρώ ότι μπορεί να το ξανακάνει.

Αυτό όμως που οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν είναι ότι πρέπει να δημιουργήσουμε μια λειτουργική Κύπρο, μια καλώς λειτουργούσα Κυπριακή Δημοκρατία, με δύο Κοινότητες που δεν θα προβάλουν δικαίωμα αρνησικυρίας η μία στην άλλη σε κάθε απόφαση, με μια μορφή διακυβέρνησης, η οποία θα επιτρέπει την ομαλή λειτουργία της και εντός της Ε.Ε. Ας μην λησμονούμε ότι η Κύπρος είναι πια μέλος της Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων οι Τουρκοκύπριοι δεν συμμετέχουν μεν πλήρως, λόγω της κατάστασης, διαθέτουν όμως πλήρη δικαιώματα ως πολίτες της Ευρώπης.

Τα υφιστάμενα ζητήματα όμως είναι πολύ μεγάλα, καθώς θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Κύπρος, ως μέλος της Ε.Ε., θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ως πλήρως λειτουργική και δημοκρατική χώρα και ως μέλος της Ένωσης.

Γι’ αυτό γίνεται λόγος για μια Ομοσπονδία, διζωνική και δικοινοτική, η οποία θα μπορεί να είναι πλήρως λειτουργική. Και αφού θα είναι λειτουργική, θα είναι επίσης και ευρωπαϊκή.

Επιτρέψτε μου, επίσης, να προσθέσω ότι οφείλουμε να ακολουθήσουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθώς η Κύπρος είναι μέλος της Ε.Ε. Και το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα προσδιορίσει τη λύση. Πρέπει να εξασφαλίσουμε την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στην Κύπρο και στην επίλυση του Κυπριακού.

Πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει λύση, εφόσον ισχύσουν τα στοιχεία αυτά. Και ξέρω ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας και ο κ. Ταλάτ είναι, όπως γνωρίζετε, παλιοί φίλοι. Αν τους επιτραπούν ουσιαστικά βήματα προόδου, ιδίως στον κ. Ταλάτ, πιστεύω ότι θα μπορούσε να βρεθεί λύση το ταχύτερο δυνατόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: