5 Ιαν 2010

Ημιυπαίθριοι Χώροι. Ανάλυση του προβλήματος



Περιεχόμενα

1. Εισαγωγικό Σημείωμα.
2. Τι σημαίνει «κλεισμένος» ημιυπαίθριος ;
3. Ποιος ήταν ο σκοπός της δημιουργίας των ημιυπαιθρίων χώρων ;
4. Πρέπει να ορίσουμε, ποια είναι η παρανομία;
5. Τελικά έχει αυξηθεί η πυκνότητα του πληθυσμού με την εφαρμογή των ημιυπαιθρίων χώρων;
6. Ποσοτικοποιόντας τις επιπτώσεις αυτές πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη
7. Καταλογισμός ευθυνών

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ συνάδελφε,

Κατ΄αρχήν σας συγχαίρω για την ενδιαφέρουσα προσπάθειά σας ανάλυσης των αιτίων, των συνεπειών και των ευθυνών που αφορούν το γενικευμένο φαινόμενο της παράνομης αλλαγής χρήσης των ημιυπαίθριων χώρων των οικοδομών μετά την εφαρμογή του ΓΟΚ-1985.

Επιτρέψτε μου, όμως, να παραθέσω τις ενστάσεις μου ως προς την λογική ακολουθία της σκέψης (5.1) όπου ο αναγνώστης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η χρήση των ημιυπαιθρίων ως χώρων κύριας χρήσης δεν επιβαρύνει την πυκνότητα δόμησης των οικισμών.

1) Η έρευνα του ΤΕΕ που επικαλείσθε (και της οποίας την εγκυρότητα δεν αμφισβητώ) καταγράφει την αύξηση, στην δεκαετία 1991-2001, της απαιτούμενης επιφάνειας κατοικίας ανά άτομο από 28m2 σε 32m2 (14% μεταβολή) με περαιτέρω ανοδικές τάσεις.

Αυτή, όμως, η απαίτηση μεγαλύτερου διαμερίσματος ανά οικογένεια δεν οδηγεί απαραίτητα στην «αραίωση» των υφισταμένων πόλεων από οικιστές. Δεδομένου ότι ο πληθυσμός μιας πόλης δεν είναι εύκολο να μεταναστεύσει αλλού (σε μακρινές αραιοκατοικημένες περιοχές) και ότι η διάθεση νέας πολεοδομημένης αδόμητης γης στην περίμετρο των ελληνικών πόλεων είναι ανεπαρκής και βραδεία, η πυκνότητα της οίκησης της πόλης δεν μπορεί παρά να παραμένει ΣΤΑΘΕΡΗ!

Το παραπάνω γίνεται κατανοητό με το παρακάτω παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε ότι σε μία μέση ελληνική πόλη 50000 κατοίκων απαιτείται το 1991 συνολική επιφάνεια κατοικιών:
50000* 28m2 = 1.400.000 m2
Το 2001 απαιτούνται για τον ίδιο πληθυσμό:
50000* 32m2 = 1.600.000 m2 ,
δηλαδή, αύξηση κατά 200.000 m2 (πλέον 14%) στις κατοικίες.

Δεδομένης της έλλειψης αδόμητης γης για την νόμιμη ανέγερση όλων των παραπάνω χώρων, είναι λογική η υπόθεση ότι η αλλαγή χρήσης των ημιυπαιθρίων χώρων κάλυψε την παραπάνω διαφορά. Άλλωστε, η διαθέσιμη ποσότητά τους (= 20% της δόμησης) υπερεπαρκούσε για την «απορρόφηση» της αυξημένης κατά 14% ζήτησης περισσότερου χώρου σε κάθε διαμέρισμα…

Συγκρίνοντας τις δύο εποχές (1991-2001) παρατηρούμε ότι ο ίδιος πληθυσμός κατοικεί στην ίδια έκταση της πόλης σε νέες συνθήκες αυξημένης άνεσης (εφικτές μέσω της απορρόφησης των ημιυπαιθρίων χώρων) με αποτέλεσμα η πυκνότητα οίκησης της πόλης να διατηρείται ΣΤΑΘΕΡΗ, σε αντίθεση με το συμπέρασμα της σκέψης (5.1):

“Καταλήγουμε ότι η πυκνότητα που είχε υπολογιστεί με τον συντελεστή δόμησης και σχεδιαστεί πολεοδομικά η χώρα μας, είναι ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ από την πραγματική σήμερα”

2) Στην περίπτωση των νέων οικισμών που προέκυψαν από σύγχρονα πολεοδομικά σχέδια επεκτάσεων, η αλλαγή χρήσης ημιυπαιθρίων χώρων αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο επιβαρυντική σε σχέση με τις υπάρχουσες πόλεις.
Αυτό προκύπτει από τα χαρακτηριστικά της νέας χρήσης του «κλειστού» ημιυπαιθρίου χώρου. Συγκεκριμένα, σπανίως ένας ημιυπαίθριος χώρος «προσκολλάται» σ’ ένα διαμέρισμα για την επαύξηση χώρου διημέρευσης ή εργασίας (καθιστικό, σαλόνι, γραφείο, κουζίνα) αλλά συνήθως έχει διαστάσεις 3.0x3.0m για την δημιουργία ενός νέου υπνοδωματίου. Στην πρώτη (σπάνια) περίπτωση δεν αυξάνεται ο αριθμός των κατοίκων του διαμερίσματος, απλώς η διαβίωσή τους γίνεται περισσότερο «άνετη».
Στην δεύτερη όμως (πλέον συνήθη) περίπτωση κάθε ημιυπαίθριος χώρος που «κλείνει» αντιστοιχεί σε έναν πρόσθετο κάτοικο στο διαμέρισμα.
Για παράδειγμα, μία οικογένεια με 2 παιδιά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα διαμέρισμα με 2 νόμιμα δωμάτια και 1 «κλειστό» ημιυπαίθριο χώρο 3x3m. Στην περίπτωση όμως «ανοικτού» ημιυπαιθρίου, θα αναζητούσε άλλο διαμέρισμα, παραχωρώντας την θέση της σε μια μικρότερη οικογένεια με 1 παιδί…

Συνεπώς, η αλλαγή χρήσης των ημιυπαιθρίων χώρων οδήγησε σε ΑΥΞΗΣΗ της πυκνότητας οίκησης των νέων οικισμών!

Τα ανωτέρω παρατίθενται προς γενικότερο προβληματισμό όλων (κατοίκων, νομοθετών, πολεοδόμων, νομικών, μηχανικών) με στόχο την αξιολόγηση του προβλήματος.

Συναδελφικά,

Βασίλης Τουντόπουλος
Πολιτικός Μηχανικός

Ανένδοτος είπε...

Φίλε και συνάδελφε Βασίλη,
Κατ' αρχήν χαίρομαι που κάνεις αυτές τις πολύ καίριες παρατηρήσεις.

Όπως αναφέρεις η άποψη 5.1 προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα:
Τελικά έχει αυξηθεί η πυκνότητα του πληθυσμού με την εφαρμογή των ημιυπαιθρίων χώρων;

Και απαντάει ότι όποια και αν είναι αυτή η «αύξηση της πυκνότητας» δεν επιφέρει σημαντικές συνέπειες.
Όσο για την έρευνα του ΤΕΕ, που βασίζεται η άποψη αυτή, καταλήγει στο συμπέρασμα «ότι η πυκνότητα που είχε υπολογιστεί με τον συντελεστή δόμησης και σχεδιαστεί πολεοδομικά η χώρα μας, είναι μεγαλύτερη από την πραγματική σήμερα»

Αυτή η άποψη είναι η πρώτη απάντηση στο βασικό ερώτημα υπάρχει και η 5.2 που αναφέρει:
Στην πράξη αυτό σημαίνει αύξηση του συντελεστή δόμησης κατά 20%. Αυξάνοντας τους συντελεστές δόμησης έχουμε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και επιπλέον καταργείται η αρχή της ισότητας των πολιτών σε βάρος όσων δεν παρανόμησαν.

Ίσως λόγο της μακροσκελής ανάλυσης της σκέψης 5.1 δίνεται η λανθασμένη εντύπωση ότι είναι και επικρατέστερη. Όμως αυτό έγινε λόγο της αναγκαιότητας ανάλυσης της ως πρότυπη άποψη.

Τώρα θα ήθελα να προχωρήσω λίγο την ωραία ανάλυση που έχεις κάνει χωρίζοντας το πρόβλημα σε δύο περιπτώσεις
1)Στις υφιστάμενες πόλεις και
2)Στους νέους οικισμούς

Πρώτα στην περίπτωση των υφισταμένων πόλεων νομίζω ότι είναι λάθος το συμπέρασμα ότι «η αύξηση του 14% της επιφάνειας ανά κάτοικο έχει απορροφηθεί από την διαθέσιμη ποσότητα των ημιυπαιθρίων χώρων (20%)» γιατί α) σίγουρα στην δεκαετία που αναφέρεται η μελέτη έχουν γίνει και νέες οικοδομές σε χώρους αδόμητους εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος (χωρίς αύξηση της πολεοδομημένης γης) δηλαδή αυτό που αναφέρεις «έλλειψης αδόμητης γης για την νόμιμη ανέγερση» δεν είναι ακριβές και β) διότι οι υπάρχουσες πόλεις κατά 70% (προσωπική εκτίμηση χωρίς μελέτη) είχαν δομηθεί πριν τον ΓΟΚ του 1985 όπου δεν υπήρχαν ημιυπαίθριοι χώροι άρα δεν υπάρχει 20% διαθέσιμη ποσότητα από ημιυπαίθριους χώρους.

Στην δεύτερη περίπτωση νέων οικισμών που προέκυψαν από σύγχρονα πολεοδομικά σχέδια επεκτάσεων είναι σωστή, μόνο έναν αστερίσκο θα έβαζα, ότι το μέσο νοικοκυριό – οικογένεια είναι στο 2,8 άτομα πράγμα που σημαίνει, ότι ή είναι δύο γονείς και ένα παιδί ή και ένας γονέας με δύο παιδιά! (πάντα μιλάμε για το μέσο όρο)

Το σημαντικότερο θέμα που βάζει ως νέα σκέψη το σχόλιο σου, είναι πως μετράμε την περίφημη «πυκνότητα του πληθυσμού».

Εδώ νομίζω ότι γίνεται εμφανής η άποψη σου ότι η πυκνότητα πρέπει να μετρηθεί βάζοντας στον αριθμητή τον κατοικούμενο πληθυσμό και στον παρονομαστή το εμβαδόν της πολεοδομημένης γης και όχι το εμβαδόν των κατοικουμένων κτιρίων.

Σε αυτή την περίπτωση είναι σωστή η ανάλυση σου.

Δεν έχω κατασταλαγμένη άποψη πάνω στο θέμα αυτό.

Αν θέλεις θα ήθελα ένα νέο σχόλιο σου.

Χριστόφορος Παντουβάκης

Πολιτικός Μηχανικός

Υ.Γ. Συγνώμη για την καθυστερημένη απάντηση αλλά έτυχε δουλειά και στην περίοδο αυτή μάλλον έχει προτεραιότητα.